- πελιδναῖος
- πελιδν-αῖος, α, ον,A = πελιδνός, Nonn. D.4.383.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελιδναίος — αία, ον, Α πελιδνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. αῖος (πρβλ. καλαμ αίος)] … Dictionary of Greek
πελιδναίῳ — πελιδναῖος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)